λιθοειδεῖ

λιθοειδεῖ
λιθοειδής
like stone
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
λιθοειδής
like stone
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμφράσσω — ΜΑ μέσ. συμφράσσομαι συνωμοτώ («συμφραξάμενοι ἅπαντες καθαιροῡσί γε αὐτὸν τῆς ἀρχῆς καὶ εἰς τὸ τῆς Λήθης ἐμβάλλουσι φρούριον», Αγαθ.) αρχ. 1. (ιδίως σχετικά με στράτευμα) συμπυκνώνω, πυκνώνω τη διάταξη 2. φράζω ολόγυρα, περικλείω («λιθοειδεῑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”